καταφορικός

καταφορικός
καταφορ-ικός, ή, όν,
A violent, vehement,

σφοδρὸς καὶ κ. λόγος Hermog.Id.1.1

. Adv. -

κῶς Olymp. in Grg.p.370

J.; opp. εὐλαβῶς, Simp.in Cat.1.21.
II lethargic, somnolent, Hp.Dent.8; causing lethargy, ψύξεις, νοσήματα, Gal.8.161,162.
III Adv. -κῶς by evacuation, prob. in Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταφορικός — καταφορικός, ή, όν (Α) [κατάφορος] 1. σφοδρός, ορμητικός, υβριστικός 2. αυτός που νυστάζει, που έχει υπνηλία 3. αυτός που επιφέρει λήθαργο, υπνηλία. επίρρ... καταφορικῶς (Α) 1. σφοδρά, ορμητικά 2. (κατά τον Ησύχ.) με κένωση, με εκκένωση, με… …   Dictionary of Greek

  • καταφορικός — violent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικά — καταφορικός violent neut nom/voc/acc pl καταφορικά̱ , καταφορικός violent fem nom/voc/acc dual καταφορικά̱ , καταφορικός violent fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικώτερον — καταφορικός violent adverbial comp καταφορικός violent masc acc comp sg καταφορικός violent neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικῶν — καταφορικός violent fem gen pl καταφορικός violent masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικόν — καταφορικός violent masc acc sg καταφορικός violent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικαί — καταφορικός violent fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικοῖς — καταφορικός violent masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικοί — καταφορικός violent masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικοῦ — καταφορικός violent masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορικούς — καταφορικός violent masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”